Δευτέρα 20 Μαρτίου 2023

Ο στρατηγός Δήμος Τσέλιος: η δράση του στην Επανάσταση και στο κίνημα του 1836

 


Ο Δήμος Τσέλιος ή Δημοτσέλιος γεννήθηκε το 1785 στο νησί Μεγανήσι του Ιονίου, νησί που ανήκει στο σύμπλεγμα των Επτανήσων. Ήταν γόνος της παλιάς οικογένειας Φερεντίνος, η οποία είχε απώτερη καταγωγή το χωριό Κομιτάτα της Κεφαλονιάς.  Ο στρατηγός της Επανάστασης του 1821 είναι ηρωική μορφή και έμεινε γνωστός ως Δήμος Τσέλιος ή Δημοτσέλιος και αν και γεννήθηκε στο Μεγανήσι Λευκάδας έχει ταυτίσει το όνομά του με το Ξηρόμερο, δηλαδή την αρχαία Ακαρνανία και έτσι πολλές φορές αναφέρεται ως Ακαρνάνας…

 Άλλωστε από αρχαιοτάτων χρόνων η Λευκάδα ήταν ενταγμένη στην Ακαρνανία (μετείχε και στο Κοινό των Ακαρνάνων στην Κλασική Εποχή) και στο Μεγανήσι κατοικούσε η ακαρνανική φυλή Τάφιοι. Στην αρχαιότητα η Λευκάδα ήταν ενωμένη με την απέναντι στεριά, μέχρι που διανοίχτηκε από του Κορινθίους ο δίαυλος (6ο π.Χ. αι.) για τη διευκόλυνση της εισόδου των πλοίων τους προς τον Αμβρακικό κόλπο, όπου η Κόρινθος είχε τις αποικίες το Άκτιο, το Ανακτόριο και την Αμβρακία. Ως εκ τούτου δεν είναι περίεργο λοιπόν που αναγράφεται ή αναφέρεται ως Ακαρνάνας ή Ξηρομερίτης.

Από μικρός ο Δημοτσέλιος εντάχθηκε στην κλέφτικη ομάδα του Κατσαντώνη και έλαβε μέρος στην Επανάσταση του 1821, όπου ανήλθε στον βαθμό του Στρατηγού. Μετά την Επανάσταση έμεινε στο Ξηρόμερο, στο Δραγαμέστο, και στο Αγρίνιο, γιατί, ως γνωστόν, το νησί του Μεγανήσι ήταν υπό αγγλική κατοχή μέχρι το 1864, που αποδόθηκαν όλα τα Επτάνησα και ενώθηκαν με την Ελλάδα. Μετά την Επανάσταση τιμήθηκε και εντάχθηκε στη Βασιλική Φάλαγγα, όμως το 1836 πρωτοστάτησε σε κίνημα εναντίον της Βασιλείας και διώχθηκε. Ο Δημοτσέλιος γνώρισε και συνδέθηκε δύο από τις ηρωικότερες μορφές της νεώτερης ιστορίας του Ελληνισμού, τον ανυπότακτο και θρυλικό κλέφτη Κατσαντώνη* και τον ηρωικό αρχιστράτηγο της Επανάστασης Γεώργιο Καραϊσκάκη. 

 

Η γέννηση, τα νεανικά του χρόνια και η κλέφτικη πορεία του

Αρχικά να διευκρινίσουμε πως η πληροφορία πως ο Δήμος Τσέλιος γεννήθηκε το 1785 στο χωριό Σπαρτοχώρι του Μεγανησίου Λευκάδας προέρχεται από τον ίδιο τον στρατηγό, τη διηγήθηκε στον Γεώργιο Τερτσέτη (είναι ο γνωστός δικαστής από τη δίκη του Κολοκοτρώνη) και ο οποίος την κατέγραψε, όπως και άλλες πληροφορίες για αυτόν, οι οποίες δυστυχώς δεν διασώθηκαν. Ο Τερτσέτης αναφέρει πως συνάντησε τον Δημοτσέλιο σε έναν δρόμο στην Αθήνα με «πενιχρά φορέματα· πολύ πλέον πενιχρά βυθισμένον εις την λύπη, ομοίαζε η όψη του προσώπου του» (Πάλμος: 1997, 22).

Ο Γεώργιος Τερτσέτης τον γνώρισε και κατέγραψε τότε τα απομνημονεύματα του στρατηγού, τα οποία, ως φαίνεται, έμειναν ανέκδοτα και ο Τερτσέτης τα μετέφερε στη γενέτειρά του τη Ζάκυνθο, όπου και τελικά κάηκαν σε πυρκαγιά που ξέσπασε μετά τον σεισμό της 12ης Αυγούστου του 1953. Διασώθηκαν μόνον οι δύο πρώτες σελίδες από τα χειρόγραφα του Τερτσέτη που περιλαμβάνουν τα βιογραφικά στοιχεία του Δήμου Τσέλιου για τα πρώτα χρόνια της ζωής του και μέχρι που βγήκε κλέφτης. Το διασωθέν απόσπασμα του Τερτσέτη εκδόθηκε μόλις το 1954 στο περιοδικό Πνευματική ζωή (1954, τ. Β’, σ. 373) και είναι φυσικό μέχρι τότε να υπάρχουν πολλές αντικρουόμενες και αντιφατικές απόψεις για τη γέννηση και τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Ακόμα και η ανιψιά του Ευδοξία Κουμουτσοπούλου, που έγραψε για αυτόν το 1930, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν γνώριζε πολλά για τα πρώτα είκοσι χρόνια της ζωής του παππού της. Οι λίγες σελίδες των απομνημονευμάτων δημοσιεύτηκαν από τον Ντίνο Κονόμο στο παραπάνω περιοδικό και το 1967 από τον Γεώργιο Βαλέτα στα Απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη, τ. Β΄, σ. 20-21 (Αθήνα, 1967). Σήμερα είναι δημοσιευμένα και στην ηλεκτρονική σελίδα του περιοδικού Άρδην (βλ. στη Βιβλιογραφία).

Ας δούμε όμως αναλυτικά τι αφηγήθηκε ο ίδιος ο στρατηγός και τα οποία, όπως προαναφέρθηκε, κατέγραψε ο Γεώργιος Τερτσέτης: αναφέρει ο στρατηγός πως γεννήθηκε στο Μεγανήσι Λευκάδας και πως η οικογένειά του είχε το επώνυμο Φερεντίνος, που καταγόταν από τα Κομιτάτα της Κεφαλονιάς, και επί Βενετών ήρθε και εγκαταστάθηκε στο Μεγανήσι. Αναφέρει επίσης πως έμεινε ορφανός από πολύ μικρός, πρώτα από πατέρα, τον οποίο χτύπησε αστραπή όταν ήταν ενός χρόνων και ύστερα από δύο χρόνια έχασε και τη μητέρα του (που ήταν από τη Ζάβιτσα, το σημερινό Αρχοντοχώρι, και μάλλον ονομαζόταν Ειρήνη), που πνίγηκε ενώ πήγαινε με βάρκα από το Μεγανήσι στη Λευκάδα. Αυτός ήταν τότε τριών ετών. Μας πληροφορεί ακόμη πως τον πήρε, μαζί με τα αδέλφια του, ως ψυχοπαίδια, και τους μεγάλωσε κάποιος Λευκαδίτης και γύρω στα δέκα του χρόνια πήγε στην Ακαρνανία (Ξηρόμερο). Εδώ δεν διευκρινίζει σε ποιο χωρίο πήγε και έμεινε, στο χωριό της μάνας του, τη Ζάβιτσα ή της γιαγιά του, αφού και αυτή ήταν από την Ακαρνανία; Το διάστημα που πέρασε στην Ακαρνανία δεν το γνωρίζουμε, αλλά γνωρίζουμε, με βάση όσα αναφέρονται στα διασωθέντα απομνημονεύματά του, πως δεν έμεινε πολύ στην Ακαρνανία και γύρισε πίσω στη Λευκάδα, όπου μέχρι τα δεκαέξι του χρόνια έμενε στην πεθερά του Βαλιανάκη (μάλλον του γνωστού οπλαρχηγού από τον Αετό Ξηρομέρου). Την περίοδο αυτή η Λευκάδα και τα Επτάνησα γνώρισαν πολλές αλλαγές και πολλούς κατακτητές: για πολλούς αιώνες είχαν αφέντες τους Βενετούς, τους οποίους έδιωξαν οι Γάλλοι του Ναπολέοντα, ακολούθησαν οι Ρώσοι και οι Τούρκοι, οι οποίοι εξεδίωξαν τους Γάλλους. Τελικά το 1815 τα κατέλαβαν οι Άγγλοι και τα κράτησαν μέχρι το 1864, που τα απέδωσαν στην Ελλάδα.

Στα δεκαέξι του χρόνια ο νεαρός Δήμος Φερεντίνος επέστρεψε στη Μεγανήσι. Εκεί είχαν καταφύγει πολλοί κυνηγημένοι από τον Αλή πασά και, μεταξύ των οποίων, πολλοί Σουλιώτες φυσικά, αφού το Σούλι είχε κατακτηθεί από τον στρατό του πασά το 1803. Στη συνέχεια αφηγείται πως στα δεκαεννιά του χρόνια ήθελε να γίνει ναυτικός, σαν τον αδελφό του, και πήγε το 1804 να τον βρει στη Λευκάδα (Αγία Μαύρα την αναφέρει). Όμως εκεί συνάντησε τον κλέφτη Ζαφείρη από την Ακαρνανία, που τότε διέμενε στη Λευκάδα, ο οποίος του είπε: «Δήμο τι χαλεύεις να πας με τα καράβια; Έρχεσαι να πάμε στο Καρπενήσι; Βγαίνεις κλέφτης;».

Ο Δήμος πείσθηκε και τον Ιούλιο του 1804 πέρασαν στην Ακαρνανία. Από εκεί έφτασαν στο Καρπενήσι και εντάχθηκαν στην κλέφτικη ομάδα του καπετάν Γιωργάκη, που ήταν αρματολός του Καρπενησίου. Όπως αφηγείται, στην Ευρυτανία γνώρισε κατόπιν τον Κατσαντώνη και το Πάσχα του 1805 εντάχθηκε στην ομάδα του. Αρχικά η ομάδα του Κατσαντώνη αποτελούνταν μόνον από πέντε άνδρες (Αντώνης, Λεπενιώτης, Τσόγκας, Θεοδωρής και Δήμος), όμως στη συνέχεια μεγάλωσε και έγινε ο φόβος και ο τρόμος των κατακτητών. Την επόμενη χρονιά ήρθε στον ομάδα και ο Καραϊσκάκης, με τον οποίο, όπως αφηγείται ο Δημοτσέλιος, είχαν «πιστή αγάπη» (Πάλμος: 1997, 8). Μετά τον θάνατό του Κατσαντώνη το 1808 πήγε με άλλους δεκατρείς κλέφτες και προσκύνησε τον Αλή (Τσόγκας, Καραϊσκάκης κ.ά.) και έγινε αρματολός.

Ο Δημοτσέλιος μας δίνει στοιχεία και για τον αποικισμό του νησιού του από τους Βενετούς, όπου αναφέρει πως έφεραν τον κόμη Αναστάσιο Μεταξά από την Κεφαλλονιά μαζί με άλλες οικογένειες, μεταξύ της οποίας και η δική του (τους Φερεντιναίους από το χωριό Κομετάτα, τέσσερα αδέλφια). Το νησί είχε μείνει ακατοίκητο από το 1500, όταν δέχθηκε πειρατικές επιδρομές. Έκτοτε οι Μεγανησιώτες διέμειναν στη Λευκάδα (στα χωριά Πόρος και Φτερνό) και πηγαινοέρχονταν με βάρκες στα κτήματά τους στο νησί (Πάλμος: 1997, 6). Την εποχή που γεννήθηκε ο Δημοτσέλιος το Μεγανήσι είχε εποικιστεί από Κεφαλονίτες, Ιθακήσιους και Ξηρομερίτες.

 Η δράση του Δήμου ως κλέφτης του απέδωσε το παρατσούκλι Τσέλιος, που στα αρβανίτικα σημαίνει ατρόμητος. Το Τσέλιος έμελλε από εδώ και στο εξής να αντικαταστήσει το οικογενειακό του επώνυμο. Όλο αυτό το διάστημα η οικογένειά του διέμεινε στο Μεγανήσι, στο χωριό Σπαρτοχώρι, στη συνοικία Φερεντιναίικα, αριστερά από τον δρόμο που κατεβαίνει προς το Στεφάνι και ο Δημοτσέλιος πήγαινε εκεί με βάρκα από τον Μύτικα. Η γυναίκα του ονομαζόταν Βαρβάρα, με την οποία απέκτησε έξι παιδιά, πέντε αγόρια και ένα κορίτσι.

Ο Δημοτσέλιος αναφέρει ακόμη πως τον Χειμώνα του 1820 φιλοξενούσε στο σπίτι του στο Μεγανήσι τον Γεώργιο Καραϊσκάκη και τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και από τον Καραϊσκάκη έμαθε, ενώ κάθονταν οι τρεις τους σε ένα λιοτρίβι, για τη Φιλική Εταιρεία και πως την άνοιξη θα ξεκινούσε η Επανάσταση. Κατόπιν πέρασαν και οι τρεις χωριστά στο Ξηρόμερο και ανταμώθηκαν στη Βόνιτσα. Οδυσσέας πήγε στη συνέχεια στη Λειβαδιά και ο Καραϊσκάκης στην περιοχή του, όπου άρχισαν τις ετοιμασίες. Η οικογένεια του Δημοτσέλιου έμεινε στο Μεγανήσι, όπως αναγράφεται και στην απογραφή των Άγγλων το 1822: αναφέρονται η σύζυγος του Δημοτσέλιου Βαρβάρα και τέσσερα παιδιά τους (Κωνσταντής, Μαρία, Χριστίνα και Βασιλική). Όμως τον επόμενο χρόνο η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην πόλης της Λευκάδας, όπως και τα παιδιά του Αναγνώστη Φερεντίνου και πούλησαν τα σπίτια τους στο Μεγανήσι.

 

Η δράση του στην Επανάσταση του 1821

Η σημαντική πορεία και δράση του στρατηγού Δήμου Φερεντίνου ή Τσέλιου στην Επανάσταση του 1821 είναι γνωστή στο Πανελλήνιο και η ιστορία τού απέδωσε μια θέση στο πάνθεο των ηρώων τού Ελληνικού Έθνους. Ως γνωστόν, η Επανάσταση είχε αρχίσει από τον Μάρτιο του 1821 στην Πελοπόννησο, όμως οι αρματολοί της περιοχής της Αιτωλοακαρνανίας απέφυγαν να εμπλακούν άμεσα σε αυτή, γιατί ο σουλτάνος, αφού νίκησε και σκότωσε τον Αλή πασά, κρατούσε ακόμα στην Ήπειρο ισχυρό στρατό αποτελούμενο κυρίως από Αρβανίτες. Ο Δήμος Τσέλιος, στα λίγα διασωθέντα απομνημονεύματά του, αναφέρει πως συμμετείχε σε μια συνάντηση του Γ. Βαρνακιώτη με προεστούς και άλλους καπεταναίους στη θέση Ζευγαράκι (σημ. Ζευγάρι), που βρίσκεται μεταξύ Λουτρακίου και Κατούνας. Η συνάντηση έγινε πριν από το Πάσχα του 1821 και σκοπός ήταν η κήρυξη της Επανάστασης τη Μεγάλη Εβδομάδα. Δυστυχώς, όπως αναφέρει ο Δ. Τσέλιος, ο Βαρνακιώτης δεν ήταν σύμφωνος με αυτήν την απόφαση.

Στις αρχές του Μαΐου του 1821 ο Χουρσίτ πασάς διέταξε τον Ομέρ Βρυώνη να περάσει από την Ανατολική Ελλάδα στην Πελοπόννησο, για να καταπνίξει την Επανάσταση. Κατόπιν αυτού ο Βρυώνης έδωσε εντολή στην τουρκική αρχή του Βραχωρίου να ζητήσει από τους Έλληνες οπλαρχηγούς της Δυτικής Ελλάδας να εκστρατεύσουν στην Πελοπόννησο, και, αφού πρώτα ενωθούν μαζί του, από κοινού να χτυπήσουν τους επαναστατημένους Έλληνες. Όταν οι οπλαρχηγοί της Αιτωλοακαρνανίας έλαβαν αυτή την εντολή, δηλαδή, να εκστρατεύσουν εναντίον των ομοεθνών τους, κάλεσαν τους προεστούς και, γύρω στο πρώτο δεκαήμερο του Μαΐου, συνήλθαν σε μυστική σύσκεψη στο Λουτράκι Κατούνας. Στην παραπάνω σύσκεψη πάρθηκε η απόφαση πως ήταν πια καιρός να επαναστατήσουν και αυτοί, καθώς και να αναθέσουν την αρχηγία στον Γεωργάκη Βαρνακιώτη. Μετά από αυτό ενημέρωσαν μυστικά τον πληθυσμό και άρχισαν να προετοιμάζονται και να σχεδιάζουν τις επόμενες κινήσεις τους. Ως αρχιστράτηγος, ο Βαρνακιώτης εξέδωσε στις 25 Μαΐου 1821 επαναστατική διακήρυξη με την οποία κηρύσσεται και ουσιαστικά ξεκινούσε η επανάσταση στη Δυτική Στερεά. Εν τω μεταξύ, ο Δημήτρης Μακρής είχε απελευθερώσει το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό (Κουτιβής&Μπαρμπαρούσης, 2022, 143-144). Με απόφασή του το 2021 Δήμος Ξηρομέρου όρισε ως επίσημη ημέρα εορτασμού της κήρυξης της Επανάστασης στη Δυτική Στερεά την 25η Μαΐου εκάστου έτους.

Στις πρώτες πολεμικές επιχειρήσεις ο Δημοτσέλιος ήταν υπό τον Γεώργιο Τσόγκα στη Βόνιτσα, έχοντας μαζί του Ξηρομερίτες και Λευκαδίτες αγωνιστές. Αφού απελευθερώθηκε η περιοχή της Βόνιτσας, εκτός από το κάστρο, πήγε το καλοκαίρι του 1821 στο Αγρίνιο (Βραχώρι τότε), όπου ήταν σημαντική η συμβολή του στην πολιορκία και την απελευθέρωση του Αγρινίου και του Ζαπαντιού (Μεγάλη Χώρα σήμερα), στο οποίο κατοικούσαν πολλοί Τούρκοι. Οι Έλληνες αρχικά κύκλωσαν το Αγρίνιο και ύστερα από πολυήμερη πολιορκία ανάγκασαν τους Τούρκους να παραδοθούν. Στη συνέχεια πολιόρκησαν το Ζαπάντι,. Ύστερα από λίγο και οι εκεί Τούρκοι παραδόθηκαν και αποχώρησαν, όπως και αυτοί του Αγρινίου, προς την Άρτα. Μετά την εκδίωξη των Τούρκων από την Αιτωλοακαρνανία ο Δημοτσέλιος, μαζί Αιτωλοακαρνάνες αγωνιστές και με τους άλλους Έλληνες οπλαρχηγούς ανέβηκαν στην Άρτα για να απελευθερώσουν την Ήπειρο. Εκεί έλαβε μέρος σε πολλές μάχες και στη Μάχη του Πέτα (4 Ιουλίου 1822) πληγώθηκε.  Στο Πέτα ο Δημοτσέλιος και οι άνδρες του έδειξαν μεγάλη ανδρεία, αλλά τα ελληνικά στρατεύματα νικήθηκαν και επέστρεψαν στην Αιτωλοακαρνανία. Τον επόμενο χρόνο ο Δημοτσέλιος ορίστηκε φρούραρχος του Λεσινίου και το υπερασπίστηκε εναντίον του Μουσταή πασά της Σκόνδρας. Το 1824 πέτυχε μια νίκη επί των Τούρκων στη Ναύπακτο και στη συνέχεια έλαβε μέρος στην Γ΄ Συνέλευση της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος στο Αιτωλικό ως εκπρόσωπος της επαρχίας Ξηρομέρου.

Το 1825, με την έναρξη της πολιορκίας του Μεσολογγίου από τους τρεις πασάδες, ήταν στο μέσα στην πόλη, όμως αρρώστησε και βγήκε με άδεια, αφήνοντας εκεί τους 200 άνδρες του υπό τον ανιψιό του Νίκο Τσέλιο. Όταν ανάρρωσε συγκρότησε άλλο σώμα απ’ έξω και χτυπούσε τους Τούρκους, κυρίως στην περιοχή της Ναυπάκτου, προκαλώντας προβλήματα στον εφοδιασμό τους. Τον Φεβρουάριο του ίδιου χρόνου πέτυχε μεγάλες νίκες στη περιοχή της Ναυπάκτου, τις οποίες αναφέρει η εφημερίδα του Μεσολογγίου Ελληνικά Χρονικά (07-02-1825).

Μετά την πτώση του Μεσολογγίου ακολούθησε τον Καραϊσκάκη στη Στερεά Ελλάδα και διακρίθηκε ιδιαίτερα στη μάχη της Αράχωβας. Το 1826, με εντολή του Καραϊσκάκη, πήγε να ενισχύσει την άμυνα στο Λεσίνι Αιτωλοακαρνανίας, όπου είχαν οχυρωθεί μερικοί αγωνιστές μετά την πτώση του Μεσολογγίου. Στους βάλτους του Λεσινίου είχαν καταφύγει πολλά γυναικόπαιδα και άμαχοι, για να γλυτώσουν τη σφαγή, αφού είχε πια χαθεί το Μεσολόγγι και οι Τουρκαλβανοί έσφαζαν ή σκλάβωναν όποιον χριστιανό έβρισκαν. Χάρη στον Δημοτσέλιο και τους γενναίους υπερασπιστές το Λεσίνι έμεινε το μόνο απάτητο από τους εχθρούς μέρος της Αιτωλοακαρνανίας.

Ο Δημοτσέλιος ήταν από τους λίγους οπλαρχηγούς του Αγώνα που δεν σταμάτησε να πολεμάει σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα και δεν έκανε κανένα συμβιβασμό ούτε μετά την πτώση του Μεσολογγίου, αλλά, όπως είδαμε, συνέχισε να πολεμάει υπό τον Καραϊσκάκη στη Στερεά. Ο στρατηγός Δημοτσέλιος έλαβε μέρος και στους τελευταίους αγώνες το 1828-29, που επέφεραν την οριστική απελευθέρωση της Δυτικής Στερεάς, υπό τις οδηγίες του αρχιστρατήγου Τσώρτς. 

 

Το κίνημα του 1836

Μετά την Επανάσταση ο στρατηγός Δημοτσέλιος μετοίκησε στο Δραγαμέστο. Κατόπιν εντάχτηκε τιμητικά στη Βασιλική Φάλαγγα και το 1832 διορίστηκε από τον Καποδίστρια φρούραρχος Βόνιτσας.

Ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας του φάνηκε και αργότερα επί Όθωνα, το 1836, όταν ο Δημοτσέλιος, με τους Ν. Ζέρβα, Μαλάμο, Στράτο και άλλους πρώην οπλαρχηγούς επαναστάτησαν εναντίον της βασιλείας. Το κίνημα αυτό ξεκίνησε την άνοιξη του 1836 από τον Δήμο Τσέλιο και τον ανιψιό του Νίκο Τσέλιο (φαίνεται πως το επώνυμο Τσέλιος πήραν πλέον όλα τα μέλη της οικογένειας) με άντρες από τον Βάρνακα και την Κανδήλα. Στο κίνημα προσχώρησε και ο Καινούργιος, που καταγόταν από τη Λαμποτίνα Κραβάρων, και ο Ζερπίλης με 50-60 Αιτωλούς και Κραββαρίτες άντρες. Μαζί τους ενώθηκε και ο Κολοκύθας και όλοι μαζί οι τελευταίοι κατέλαβαν το χωριό Μποχώρι (σημερινό Ευηνοχώρι). Στο Μποχώρι έφτασαν και οι Σουλιώτες Νικόλαος Ζέρβας και Γεώργιος Μαλάμος με 50 Ηπειροσουλιώτες και άλλους από την περιοχή του Αγρινίου. Οι εξεγερμένοι ξεσήκωσαν με τη βία όσους μπόρεσαν από το Μποχώρι και  τον Γαλατά και επιτέθηκαν στη φρουρά του Μεσολογγίου,  όμως δεν κατόρθωσαν να μπουν στη πόλη, αφού ο φρούραρχος κ. Αλμίτας και η φρουρά αντιστάθηκαν. Μετά από λίγες μέρες πολιορκίας εκδιώχθηκαν από τη φρουρά του Μεσολογγίου και τραβήχτηκαν στους Μύλους. Στη συνέχεια ο Καινούργιος, ο Τζερπέλης και ο Σουλιώτης Τούλιας πήγαν στο Μποχώρι και κατέλαβαν έναν πύργο και τα μαγαζιά του Μανούση Ευθύδημου αποκόπτοντας την επικοινωνία του Μεσολογγίου με τη Ναύπακτο. Ο Νικ. Ζέρβας με τους 50 άνδρες του στις 11 Απριλίου πήγε και έπιασε το χωρίο Γουριά, όπου υπήρχε η περαταριά, αποκόπτοντας από εκεί το Αιτωλικό. Ύστερα από πέντε μέρες ο Ζέρβας πήγε στο Αγρίνιο και συναντήθηκε με τον Πεσλή από το Σολοβακό, ο οποίος είχε 150 άντρες από την περιοχή του, τον Σωτήρη Στράτο, που είχε 7 άντρες και τον Σουβλή, που είχε 20 άντρες από τον Βάλτο. Αυτοί κατέλαβαν το Αγρίνιο στις 19 Απριλίου χωρίς μάχη, πήραν τα αρχεία και συνέλαβαν το Βασιλικό Έφορο Πετρονικολό.

Ενώ γίνονταν αυτά στην Αιτωλία ο Δ. Τσέλιος με τον Νικόλαο Στράτο και τον Νικ. Τσέλιο κίνησαν με 100 άντρες από το Ξηρόμερο εναντίον της Βόνιτσας. Όταν έμαθαν πως πήγαιναν εκεί οι κάτοικοι της Βόνιτσας διασκορπίστηκαν στην Πρέβεζα και τη Λευκάδα. Την περιοχή της Βόνιτσας έμειναν να φυλάνε μόνο 20 άντρες του Γιώργου Τσόγκα. Ο Τσόγκας, που δεν ήθελε να συγκρουστεί μαζί τους, είχε φύγει με το πρόσχημα πως θα επισκεφτεί την ιδιοκτησία του στην Κατούνα. Έτσι οι εξεγερμένοι κατέλαβαν τη Βόνιτσα, εκτός από το φρούριο, στο οποίο αμυνόταν ο έπαρχος Κριεζής με τη φρουρά. 

Οι αιτίες της ανταρσίας των Αιτωλοακαρνάνων ήταν, σύμφωνα με την αναφορά του αρχιεπισκόπου Πορφύριου, οι βαθμοί των στρατιωτικών, η απληστία της μισθοδοσίας, τα χρήματα που χρωστούν στο Βασιλικό Ταμείο, η αντιποίηση εθνικών πραγμάτων, η αποφυγή δίκης από μερικούς κ.ά. Ο Πορφύριος προσθέτει επίσης ότι η στάση έγινε και γιατί διαλύθηκαν οι Μονές, αλλά και εξ αιτίας της ανάμιξης του καθολικού Όθωνα στα πράγματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας. 

Μετά από αυτά τα γεγονότα η Ιερά Σύνοδος έστειλε έξαρχους τους Θεοφάνη Σιατιστέα και τον πρωτοσύγκελο Γεράσιμο Παγώνη να ενεργήσουν, μαζί με τον Πορφύριο, για την καταστολή της στάσης (έγγραφο Ι. Συνόδου αριθμ. 4135, 8 Μαρτίου 1836). Ο Πορφύριος, ύστερα από σύσκεψη με τους έξαρχους, έστειλε εγκύκλιο στους ιερείς, ιερομόναχους και χριστιανούς της Ακαρνανίας κατηγορώντας τους αποστάτες και ζητώντας τους να μείνουν σταθεροί στον όρκο τους προς τον Όθωνα. Τα μέτρα του Όθωνα και η στάση της εκκλησία τελικά κατάφεραν να καταστείλουν το κίνημα.

Μετά την καταστολή της εξέγερσης ο βασιλιάς αποκήρυξε τους εξεγερθέντες και φυσικά τον Δήμο Τσέλιο, τον οποίο διέγραψε από τους καταλόγους της Βασιλικής Φάλαγγας. Ο Δήμος, χωρίς την οικογένειά του, πέρασε στη Λευκάδα όπου έμεινε έξι χρόνια αυτοεξόριστος. Στο διάστημα αυτό τα κυβερνητικά στρατεύματα λεηλάτησαν το σπίτι του στο Αγρίνιο και τα παιδιά του και η σύζυγός του έμειναν αβοήθητα. Τότε πέθαναν τα τρία από τα έξι παιδιά του και ο στρατηγός αναγκάστηκε να ζητήσει χάρη από τον Όθωνα, η οποία του δόθηκε το 1841 και επέστρεψε στο Δραγαμέστο, όμως και η εκεί περιουσία του είχε διαρπαγή. Αργότερα, με αίτησή του προς τον διοικητή Αιτωλίας κ. Ράδο, ο Δημοτσέλιος ζήτησε την έκδοση εκκλησιαστικού επιτιμίου για την επιστροφή των πραγμάτων του. Μάλλον η αίτησή του δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, γιατί το διάστημα αυτό τον συνάντησε σε άσχημη κατάσταση στην Αθήνα, μέσα στα φτωχικά του ρούχα, ο Γεώργιος Τερτσέτης. Μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 ο στρατηγός αποκαταστάθηκε, εντάχθηκε στη Βασιλική Φάλαγγα και του απονεμήθηκαν οι βαθμοί που του είχαν αφαιρεθεί.

Ο ηρωικός Γέρο-Δήμος πέθανε από χολέρα τον Νοέμβριο του 1854 στο Αγρίνιο (όπου είχε δίπατη οικία στη σημερινή οδό Δημοτσέλιου). Τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στον Κήπο των Ηρώων του Μεσολογγίου στις 1 Ιουλίου του 1901 και τοποθετήθηκαν πίσω από τον τάφο του Μάρκου Μπότσαρη. Από τα παιδιά του γνωρίζουμε μόνον τον Κωνσταντίνο, ο οποίος στις 14-03-1893 έγραψε στην εφημερίδα Ακρόπολη της Αθήνας πως ο πατέρας του ήταν «πρωτουργός της Συνταγματικής ιδέας», για χάρη της οποίας υπήρξε πρωτεργάτης στο κίνημα του 1836. Ο Μαυροκορδάτος τον θεωρούσε ως τον αξιότερο, φρονιμότερο και πρώτον όλων των αξιωματικών σε υπόληψη, ενώ ο Καραϊσκάκης τον θεωρούσε «άλλον εαυτόν» του.

 

 Παρακάτω παραθέτουμε την αφήγηση του στρατηγού στον Γ. Τερτσέτη όπως είναι δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του περιοδικού Άρδην.

 

«Διήγησις Δημοτσέλιου»

«Οἱ γονεῖς μου ἦτον ἀπὸ τὰ Κομετάτα (Κομιτάτα Κεφαλονιάς), οἱ παππούληδές μου. Ἐπαντρεύτηκε ὁ παππούλης εἰς τὴν Ἀκαρνανία τὴν βάβω μου… Ὁ πατέρας μου ἐπῆρε ἀπὸ τὴν Ζάβιτζα. Ἐγεννήθηκα ἐγὼ εἰς τὸ Μεγανήσι τῆς Ἁγίας Μαύρας. Ἕνας Μεταξᾶς ἦλθε καὶ τὸ κατοίκησε. Ἐκεῖ ἐκατοίκησαν οἱ παππούληδές μας 4 ἀδέλφια Φερεντιναῖοι.

Ο πατέρας μου τὸν ἔκαψε ἡ ἀστραπή· ἤμουν ἕνα χρόνον. Ἐκοιμότουν εἰς ἕνα κλαρί. Ἔζησε ἡ μάνα μου δυὸ χρόνια. Ἐκίνησε νὰ πάει διὰ μαρτυριὰ στὴν Ἁγία Μαύρα· στὸν δρόμο, ἦτον 17 νομάτοι, ἐπνίγηκαν 14· ἕνας παπάς, δύο – τρεῖς γυναῖκες μὲ τὴν μάνα μου ἐπνιγήκανε. Ἔπειτα μᾶς πῆραν διὰ τὴν ψυχή του ἕνας στὴν Ἁγία Μαύρα… Ἐπέρασα καμμιὰ δεκαριὰ χρονῶνε στὴν Ἀκαρνανία, ἐπῆγα πίσω, ἔκατζα ἐκεῖ ὥστε ἔγινα 16 χρονῶν, στὴν πεθερὰ τοῦ Βαλιανάκη. Ἐπέρασα στὸ Μεγανήσι, ἐγίνηκα 19 χρονῶνε. Ἦτον τὸ σπίτι μας στὸ Μεγανήσι. Ἦτον τρία σόγια κάτοικοι. Θιακοί, Ξερομερίτες καὶ Κεφαλληναῖοι. Εἶναι ἕνα πέραμα ἀπὸ τοῦ Μύτικα, ὡραῖο νησὶ σὰν καὶ νἆναι στὴν Παράδεισο. Ἐσηκώθηκα διὰ νὰ φύγω νὰ πάρω τὸν ἀδελφόν μου, ποὖταν ξενιτεμένος. Εὐγῆκα νὰ πάω νὰ εὕρω τὸν ἀδελφόν μου ποὖταν μὲ καράβι. Ἀξιώθηκε καὶ ἔκαμε καράβι δικό του. Εὐγῆκα νὰ πάω στὴν Ἅγια Μαύρα νὰ βγῶ νὰ τὸν εὕρω. Ηὗρα ἕνα Ζαφείρη κλεφτικάτον ἀπὸ τὴν Ἀκαρνανία, κάθονταν στὴν Ἁγία Μαύρα. Μοῦ λέει αὐτός: Δῆμο τί χαλεύεις νὰ πᾶς μὲ καράβια; Ἔρχεσαι νὰ πᾶμε στὸ Καρπενήσι; Βιαίνεις καὶ κλέφτης. Μ᾿ ἐπῆρε τὸν Ἰούλιο μήνα στὰ 1804. Ἐπήγαμε. Ἐστάθηκα μὲ τὸν Ζαφείρη ἀρματολὸς ἕναν χρόνον. Ὁ Γιωργάκης ἦτον Καπετάνιος καὶ ὁ Ζαφείρης ἦτον γαμβρός του. Ἐστάθημεν· τὸν Ἰούλιο μήνα ἐξεκινήσαμεν. Ἐπήγαμεν στὸ Καρπενήσι. Ἀρματολὸς ὁ Καπετὰν Γιωργάκης μὲ μπουγιουρδί.

Ἐκάθησα ὣς τὶς 10 Ἀπρι­λίου, Λαμπρή. Ἔσμιξα τὸν Κατζαντώνη. 4 νομάτοι ἐγινήκαμε πέντε. Ἀντώ­νης, Λεπενιώτης, Τζόγκας καὶ ἕνας Θοδωρὴς 4, ἐγὼ 5. Ξακολουθάαμεν τὴν κλεψιὰ τότε διάφορους πολέμους. Ἐρχόντανε καὶ μεγαλώναμε. Ἐξακολουθάγαμε.

Ἐμεγάλωσε ὁ Ἀντώνης, ἔτρεμε ἡ Τουρκιά. Στὰ 1805 ἦλθε καὶ ὁ Καραϊσκάκης. Ἔσμιξε μὲ τὸν Ἀντώνη κι αὐτός. Ἔφυγε ὁ Καραϊσκάκης ἀπὸ τὸ Πρεμέτι ἀπὸ τὴν φυλακή. Ἀπὸ τόπον εἰς τόπον ἦλθε εἰς τὰ Ἄγραφα. Ἐγίνηκε καὶ αὐτὸς πρώτη σκάλα, καθὼς ἤμουν καὶ ἐγώ. Λεπτότερος καὶ ψηλότερός μου, μακρύτερός μου, δὲν εἶχε ὄψη καλή. Τότε μὲ τὸν Καραϊσκάκη ἀπόκτησα πιστὴ ἀγάπη. Ἀπὸ τότε. Ἐσκοτώσαμε τὸν Λιάζαγα τὸν Βελιγκέκα. Ἐμεῖς εἴμεθα 40, ἐκεῖνοι χίλιοι…

Τὸν χειμώνα ἐκαθήμεθα εἰς ἕνα λιτρουβειὸ εἰς τὸ Μεγανήσι μὲ τὸν Καραϊσκάκη καὶ Ὀδυσσέα. Ὁ Καραϊσκάκης μοῦ εἶπε διὰ τὴν Ἑταιρείαν, ὅτι θὰ γίνει τὴν ἄνοιξιν. Ἡ φαμελιά μου ἦτον εἰς τὸ Μεγανήσι. Ἐβγῆκα ἔξω. Ἐβγήκαμεν ἔξω. Ἀνταμωθήκαμεν εἰς τὴ Βόνιτζα. Ὁ Ὀδυσσέας ἐτράβηξε διὰ τὴν Λεβαδιά. Ἐγὼ ἔμεινα, εἶχα τὰ ζευγάρια μου. Ἀνταμωθήκαμε πρὶν τὴ Λαμπρὴ μὲ τοὺς προεστοὺς τοῦ Κάραλη, Γιωργάκης… Χρηστάκης Στάϊκος, Μεγαπάνος, Τζόγκας, Βαρνακιώτης. Εἴπαμε νὰ βαρέσομε τοὺς Τούρκους μεγαλοβδόμαδο. Ὁ Βαρνακιώτης δὲν ἤθελε νὰ σηκωθεῖ. Ὁμιλήσαμεν εἰς τὸ Ζευγαράκι ἀνάμεσα στὴν Κατούνα καὶ τὸ Λουτράκι. Ὁ Βαρνακιώτης σήμερο καὶ αὔριο. Ἦρθε ὁ Πράσινος, ἀπόστολος ἀπὸ τὴν Βλαχιάν, ἦλθε σ᾿ ἐμᾶς. Ἡμεῖς τότε ξαφριζόμεθα. Μᾶς ἔστερναν μπαρούτι (μεγάλη Σαρακοστὴ) στὸ ἀκροθαλάσσιο.

Ὁ Βαρνακιώτης ἐχασομέραε, δὲν ἀσηκώθη καὶ ἀργοπορώντας δὲν ἐπιάσαμε τὸ Μακρυνόρι. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Βαρνακιώτη ἐσκότωσαν μερικοὺς ἀνθρώπους εἰς τὸ Ρίβιο. Ὁ Πράσινος ἐβίαζε. Εἶπε τοῦ Βαρνακιώτη: Θὰ σὲ σκοτώσει τὸ ἔθνος. Ἐμεῖς ἐπήγαμεν νὰ βαρέσομε τοὺς Τούρκους εἰς τὴν Βόνιτζα. Ὁ Νικολὸ Μπουρδάρας ἐπῆγε εἰς τὸ κάστρο τῆς Πλαγιᾶς. Ἕνας Σουλιώτης μπάζει τοὺς χριστιανοὺς εἰς τὸ κάστρο, σκοτώνουν τὸν ἀνώτερο Τοῦρκο. Ἐγίνονταν τὴν ἄνοιξιν αὐτά».

-- ο  --

 

*Βλέπε: "ΑΚΑΡΝΑΝΙΚΑ": Αντώνης Κατσαντώνης (1770-1815) (akarnanika.blogspot.com)

 

Βιβλιογραφία

Μιτάκης Διονύσιος. Η Επανάσταση του 1836. Αθήνα, 1983.

Κουμουτσοπούλου Ευδοξία. Ο στρατηγός Δήμος Τσέλιος. Αθήνα: Π. Δ. Σακελλάριου,1930.

Πάλμος Κώστας. Δημοτσέλιος. Πειραιάς, 1997.

«Τσέλιος (Δήμος)». Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν. ΙΒ΄. Αθήνα: Ελευθερουδάκης, 1931..

Τρικούπης, Σπυρίδων (1888). Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως Β΄. 3η εκδ. Αθήνα: Τυπογραφείο της «Ώρας». 1888.

«Προς την Σεβαστήν Διοικητικήν Επιτροπήν της Ελλάδος». Γενική Εφημερίς της Ελλάδος (Αίγινα) 10 (8 Δεκεμβρίου 1826): (Αναφορά Καραϊσκάκη και λοιπών οπλαρχηγών).

Κουτιβής Ε. Δ., Μπαρμπαρούσης Γ. Σ. Οι δάφνες δεν έφτασαν για όλους. Αθήνα, 2022.

«Απομνημονεύματα Δήμου Τσέλιου». Πνευματική ζωή, τ. Β΄ (1954).

«Η Κατά του Όθωνος στάσις του 1836 εν Αιτωλοακαρνανία». Δ. Ι. Ε. Ε. Ελλάδος, τομ. 9ος 1926 σ. 539-544).

Πάλμος-Ντούλης Κωνσταντίνος Περ. «Ταύτιση οικίας Στρατηγού Δήμου Φερεντίνου Τσέλιου στο Σπαρτοχώρι Μεγανησίου». Από Νίκος Καββαδάς - 4 Ιουλίου 2017. https://www.mylefkada.gr/lefkadas-secrets/taftisi-ikias-stratigou-dimou-ferentinou-tseliou-sto-spartochori-meganisiou-119068/. Επίσκεψη 20-02-2023.

«Διήγηση Δήμου Τσέλιου». Άρδην 74 (2009), ανακτήθηκε 18-02-2023.

 

Γεώργιος Σπ. Μπαρμπαρούσης

 

 

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.