Φωτ.: http://anthoulaki.blogspot.com/ |
Ο κλέφτης Χρήστος Μηλιώνης είχε γίνει φόβος και τρόμος για τους Τούρκους και η δράση του επεκτεινόταν ως τον Βάλτο, τα Άγραφα και την Άρτα...
Η ιστορία του Μηλιώνη αρχίζει περίπου γύρω στο 1750 όταν επαναστάτησε στη Δωρίδα και
την Παρνασσίδα μαζί με τους αρματολούς ο Βλαχαρμάτα και τα αδέρφια Λάμπρο και τον Μήτρο Τσεκούρα από τον Βάλτο και αρκετούς άλλους αρματολούς. Ο Μπεκήρ Αγάς βγήκε
να τους χτυπήσει, τελικά τους επιτέθηκε κοντά στα Σάλωνα και τους νίκησε.
Ο Μηλιώνης
κατάφερε να γλυτώσει και πέρασε στην Αιτωλία και από εκεί στην περιοχή της
Άρτας. Εκεί ενώθηκε μαζί του και ο Μήτρος Τσεκούρας, αφού ο αδελφός του Λάμπρος
είχε σκοτωθεί. Οι δύο αρματολοί επιτέθηκαν στην Άρτα και αιχμαλώτισαν τον κατή
και δυο αγάδες και ζητούσαν λύτρα για να τους απελευθερώσουν. Αυτή η επιτυχία
του Μηλιώνη αναστάτωσε τους Τούρκους και εκδόθηκε σουλτανικό φιρμάνι με εντολή
στους δερβεναγάδες να εξοντωθεί πάση θυσία. Όταν το έμαθε ο Μηλιώνης και
κρυβόταν.
Στα τέλη του 17ου αιώνα ο μουσελίμης της επαρχίας έδωσε διαταγή στον προεστό της Κατούνας Γιώργο Μαυρομμάτη, που Αγιανί Βιλαετλίς) στο Ξηρόμερο, να σκοτώσει τον Μηλιώνη. Ο Μαυρομμάτης προσλαμβάνει τον Τουρκαλβανό Σουλεϊμάνη να σκοτώσει τον Μηλιώνη. Ο Σουλεϊμάνης ήταν φίλος με τον Μηλιώνη και σκέφτηκε έτσι να τον εξοντώσει με δόλο. Όμως δεν ήθελε να τον σκοτώσει με μπαμπεσιά και του είπε πωςείχε εντολή να τον συλλάβει. Του είπε ακόμα πως θα ήταν καλύτερα να παραδοθεί σε αυτόν, αλλιώς θα τον σκότωνε, γιατί αν δεν το έκαμε θα κινδύνευε ο ίδιος. Ο Μηλιώνης αρνήθηκε και του είπε πως ήταν άπιστος φίλος, αφού τον παρέσυρε σε παγίδα. Ο Σουλεϊμάν ενοχλήθηκε που τον είπε προδότη και του πρότεινε να μονομαχήσουν οι δύο τους. Στη μονομαχία αυτή σκοτώθηκαν και οι δύο άντρες. Το περιστατικό αυτό έγινε στο χωριό Αλμυρός της επαρχίας Βάλτου.
Όλοι λυπήθηκαν για το χαμό του
περίφημου κλέφτη και βγήκε τότε το παρακάτω δημοτικό τραγούδι:
«Τρία πουλάκια κάθονται στη ράχη στο λημέρι
τόνα τηράει τον Αλμυρό, τ’ άλλο τηράει το Βάλτο.
Το τρίτο το καλλίτερο μοιρολογάει και λέγει :
Κυριέ μου
τι να γίνηκεν ο Χρήστος ο Μηλιώνης
μηδέ στο
Βάλτο φάνηκε, μηδέ στην κρύα βρύση.
Μας είπαν πέρα πέρασε, κ’ εμβήκε μες την Άρτα
Κ’ επήρε σκλάβο τον Κατή, μαζί με δυό Αγάδες,
Κι ο
μουσελίμηςτ’ άκουσε βαριά του κακοφάνει.
Τον
Μαυρομμάτη έκραξε και τον Μουχτάρ Κλεισούρα
Εσείς αν
θέλετε ψωμί αν θέλετε πρωτάτα
το Χρήστο
να σκοτώσετε τον Καπετάν Μηλιώνη.
Έτζιπροστάξ’ ο Βασιλιάς και μούστειλε φιρμάνι
Παρασκευή
ξημέρωνε - ποτέ να μ’είχε φέξει –
Κι ο
Σουλειμάνης στάλθηκε να πάγει να τον εύρη
στον Αλμυρό
τον έφτασε κι ως φίλοι φιληθήκαν
ολονυχτίς επίνανε όσο να ξημερώσει.
Και πριν να
φέξει η αυγή, πέρασαν τα λημέρια
κι ο
Σουλειμάνης στάλθηκε να πάγει να τον εύρη
στον Αλμυρό
τον έφτασε, κ’ ως φίλοι φιληθήκαν
Ολονυχτίς
επίνανε όσο να ξημερώσει.
Και πριν να
φέξει η αυγή, πέρασε στα λημέρια
κ' ο Σουλειμάνης φώναξε τον Καπετάν Μηλιώνη
Χρήστο σε
θέλει ο Βασιλιάς, σε θέλουν οι αγάδες
Όσο ν’
οΧρήστος ζωντανός, Τούρκο δε προσκυνάει:
Με το
τουφέκι τρέξανε να φάγει ο ένας τον άλλον
Φωτιά εδώσαν στη φωτιά, πέφτουν κι οι δυο στον
τόπο».
Σ.Ο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.