Πρόκειται αναμφισβήτητα για φυτό δύστροπο και ατίθασο. Προσπάθησα στο παρελθόν δύο φορές να αναθρέψω την κουμαριά (Arbutus unedo) σε γλάστρα, την οποία μάλιστα φρόντισα να γεμίσω με καστανόχωμα, ώστε να ικανοποιήσω την εγγενή επιθυμία της για όξινες εδαφικές συνθήκες. Φυσικά δεν αμελούσα το τακτικό πότισμα και τους δροσιστικούς ψεκασμούς τα δειλινά.
Μόλις όμως έπιαναν οι πρώτες μεγάλες ζέστες, το πνεύμα της δραπέτευε για τα βουνά κι εγώ βυθιζόμουν στη θλίψη κοιτώντας τον απονεκρωμένο, κοκκινωπό κορμό της. Της έχω όμως μεγάλη αδυναμία και επίσης δεν είμαι από εκείνους που απογοητεύονται εύκολα. Πριν από περίπου μία δεκαετία φύτεψα, λοιπόν, τρεις μικρές κουμαριές σε μια γωνιά του ορεινού καταφυγίου μου και τις παρατηρούσα, από φθινόπωρο σε φθινόπωρο –τούτη είναι η χρυσή εποχή τους–, να ψηλώνουν. Η ανάπτυξή τουw είναι πολύ αργή, μόλις πέρυσι με έφτασαν στο μπόι, άρχισα όμως τώρα να αποζημιώνομαι για την υπομονή μου. Ανάμεσα στα στιλπνά, σκουροπράσινα φύλλα της ξεπροβάλλουν πυκνοί σχηματισμοί από χιονόλευκα άνθη σε σχήμα μικρού κουδουνιού, ενώ διακρίνονται και οι κιτρινωποί, άγουροι καθώς είναι ακόμα, καρποί της. Δεν είδα μέλισσες να τρυγούν το νέκταρ τους, έκανε όμως κρύο και ψιλόβρεχε.
Στην πρώτη λιακάδα αυτό θα αλλάξει και οι κηρήθρες γρήγορα θα γεμίσουν κουμαρόμελο από το άφθονο νέκταρ που παράγει. Πρόκειται για ένα πικρό και άρα «δύσκολο» για το ευρύ κοινό μέλι, το οποίο πάντως έχει και φανατικό κοινό. Κυκλοφορεί η φήμη ότι σε μεγάλη ποσότητα προκαλεί στομαχικές ενοχλήσεις, δεν έχω όμως αντιληφθεί κάτι τέτοιο καταναλώνοντάς το κάθε πρωί, σε συνδυασμό με ταχίνι, για πολλούς μήνες στη σειρά. Πρόκειται μάλλον για παρεξήγηση που έχει την αφετηρία της στην αρνητική άποψη που διατηρούσαν οι αρχαίοι Έλληνες για τον καρπό της κουμαριάς.
Ο Διοσκουρίδης τον αποκαλεί «κακοστόμαχο» και «κεφαλαλγές», ακόμα και σήμερα πολλοί απηχούν την ίδια γνώμη.
Στον πάγκο του μανάβη φυσικά δεν πρόκειται ποτέ να βρεθεί, αν είστε όμως λάτρεις των εξορμήσεων και συναντήσετε μέσα στον χειμώνα μια κατάφορτη με καρπούς κουμαριά, μη διστάσετε να τους δοκιμάσετε. Κόψτε μόνο τους κατακόκκινους και μαλακούς στην αφή, αλλιώς είναι άγουροι και στυφοί ή μετατρέπονται μετά από λίγες μέρες σε υπερώριμους με δυσάρεστη γεύση.
Είμαι βέβαιος ότι σε τέτοια περίπτωση θα φάτε αρκετούς και θα συμφωνήσετε μαζί μου πως πρόκειται για ένα απολαυστικό κέρασμα της χειμερινής Φύσης. Ο ξακουστός Ρωμαίος φυσιοδίφης Πλίνιος ο Πρεσβύτερος υποστήριζε πάντως ακριβώς το αντίθετο, γράφοντας «τρώγω μόνο ένα», λατινιστί «unum tantum edo», μια φράση που σφράγισε τη μοίρα του φυτού, καθώς μετατράπηκε στο επιστημονικό επίθετο του είδους, unedo.
Οδηγίες φροντίδας
→ Η αειθαλής κουμαριά είναι είδος αρκετά κοινό στα Ελληνικά δάση. Στη δυτική Μεσόγειο, όπου επίσης ευδοκιμεί, πολλές φορές ξεπερνά σε ύψος τα δέκα μέτρα, αλλά στην Ελλάδα, εξαιτίας της εκτατικής κτηνοτροφίας, σπανίως ξεπερνά τις διαστάσεις ενός ψηλού θάμνου. Δεν ενδείκνυται για φύτευση σε γλάστρα, θέλει κήπο και χώμα που να της προσφέρει τη δυνατότητα να απλώσει το ριζικό της σύστημα. Είναι φυτό οξύφιλο, αν το έδαφός σας είναι λοιπόν ασβεστούχο, θα πρέπει μάλλον να το ξανασκεφτείτε ή, αφού ανοίξετε τον λάκκο της φύτευσης, να αναμείξετε με το δικό σας άφθονο καστανόχωμα.
Ακόμα καλύτερο είναι το κουμαρόχωμα που παράγεται από την αποσύνθεση των πεσμένων φύλλων της κουμαριάς, αλλά εδώ και πολλά χρόνια δεν κυκλοφορεί πια στην αγορά. Θα φροντίσετε επίσης να τη λιπαίνετε κάθε μήνα, εκτός από το καλοκαίρι, με θειικό σίδηρο, για να διορθώνετε την τιμή της οξύτητάς του. Αντέχει πολύ στο ψύχος, ζορίζεται όμως με τη ζέστη, δεν προκόβει λοιπόν σε παραθαλάσσιες περιοχές.
Πηγή: arxaia-ellinika.blog
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.