Μιὰ ζωὴ, ὁλάκερο σκοινὶ ζωῆς βλάχικης τεντωμένο ἀπ᾿ τ᾿ Ἄγραφα πάνω ὦς τὰ ριζοβούνια τοῦ Βραχωριοῦ κάτω· κι ὥς πέρα τὸ Ξηρόμερο καὶ τῆς Λεπενοῦς τὸν κάμπο. Νὰ ἡ εἰκόνα στὸ κατέβασμα.
Καὶ γιὰ νὰ τὴ μεγαλώσεις, τράβα την καὶ στὸν ἄλλον τὸ δρόμο ποὺ χωρίζοντας ἀπ᾿τὸ μεγάλο ντερβένι, περνάει τὴ Μαγούλα τῆς Τατάρνας, τὸ μεγάλο ἀπ᾿ τ᾿ Ἀληπασὰ τὸν καιρὸ γιοφύρι, ἀνεβαίνει στοὺς Χαλκιόπουλους, πίσω ἀπ᾿ τὴν Καλάνα, καὶ πέφτει Καρβασαρὰ καὶ Βόνιτσα πέρα. Τέντωσ᾿ τὴν καὶ κατὰ τῆς Καρδίτσας τὰ μέρη, κόλλησε καὶ τὴν ἄλλη, τὴν ὅμοια εἰκόνα ποὺ βλέπεις στὸ μεγάλο τὸ ντερβένι, ποὺ περνάει τὸν Ἀγραφιώτη, ἀνεβαίνει τὸ Κεράσοβο, διαβαίνει τῆς Μέγδοβας τὸ γεφύρι, ἀνηφορίζει τὸ Βελούχι, πέφτει στὸ Καρπενήσι καὶ παίρνει τὸ μεγαλόδρομο, γιὰ τὴ Λαμία, καὶ τότε θὰ καταλάβεις τὶ πάει νὰ εἰπεῖ κατέβασμα τῶν βλάχων στὰ χειμαδιὰ.Ἐδῶ δὲν παραλείπω νὰ γράψω ὅπως μοῦ δηγήθη ὁ Ἀγραφιώτης τσέλιγγας Σαλαγιάννης στὴ Μίγδου τὸ κατέβασμα: «Ξεκινᾶμε ἀπὸ δῶ μὲ τὰ πράματα καὶ φτάνουμε τὸ βράδυ στὴν Κουφάλα (χωριό). Σταθμεύομε κεῖ. Τὴν ἄλλη μέρα περπατᾶμε καὶ φτάνουμε στὴ Βίνιανη· δεύτερος σταθμὸς κι ἐκεῖ. Σταίνουμε σκηνὲς ἀπὸ τραγόμαλλο φκειασμένες καὶ ξενυχτάει ἡ φαμελιά.
Τὴν τρίτη μέρα κάνουμε σταθμὸ στὴ Φραγγίτσα, τὴν ἄλλη στὸ Μαραθιά· ἔπειτα στὴν Ἐπισκοπή. Τὴν ἕκτη μέρα εἴμαστε στὸν Ἅϊ - Βλάση, ἂν θέλει ὁ θεός. Τὴν ἄλλη στὴν Φραγκόσκαλα· ἄλλο σταθμὸ κάνουμε στὸν Ἅϊ - Νικόλα, ἔπειτα στὴν Σπολάϊτα κοντὰ στὸν ΓἌσπρο, ὕστερα στὴ Ματσούχα, ὕστερα στὴ Βαρειὰ. δεξιὰ ἀπὸ τὸ Ἀγγελόκαστρο, ἔπειτα στὴ Ρίγανη καὶ καταλήγουμε στὴν Παλιομάνινα111. Ἐκεῖ ἔχει ἕνα τσιφλίκι ὁ Κατσαρός, ὁ Καραγγούνης καὶ ξεχειμάζουμε.
Τ᾿ ἄλλα τὰ τσελιγγάτα παραχειμάσουν στὴν Κατοχή, στὸν Ἀστακό, στὸ Ἀντελικό, στὸ Βραχώρι καὶ κάμποσα πιάνουν τὸν Καρβασαρά. Ἄλλοι τσελιγγάδες πιάνουν τὴ Θεσσαλία. Ὁ Μαλαμούλης νὰ ποῦμε, παραχειμάζει στὸ Μουσαφακλή, κοντὰ στὸ Βελεστίνο. Ἔχει δικό του λειβάδι. Οἱ Τσιγαρδαῖοι πᾶνε στὴ Λειβαδιὰ - ἀπ᾿ τὴ Θεσσαλία περνοῦν. Ὁ Ἀκρίβος παραχειμάζει στὴ Θήβα· κι αὐτὸς ἀπ᾿ τὴ Θεσσαλία περνάει καὶ πάει ἐκεῖ πέρα. Ὁ Καραΐσκος ξεχειμάζει στὸν Ἀρμυρὸ τῆς Θεσσαλίας. Ὁ Βελέντζας πάει στὴ Λειβαδιά· κι αὐτὸς περνῶντας τὴ Θεσσαλία. Εἴκοσι τέσσερες ὧρες ἔχουμε δικαίωμα ἐμεῖς οἱ Βλάχοι νὰ μείνουμε στὸ ἴδιο μέρος, ὅταν περνοῦμε τὴ στράτα γιὰ νὰ πᾶμε.
Περνῶντας οἱ εἴκοσι τέσσερες φορτώνουμε καὶ φεύγουμε. Ἔτσι μᾶς διατάζουν οἱ ἀγροφυλάκοι ἀπὸ τὰ χωριά.
ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΣ ΠΟΙΜΕΝΙΚΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ 1930
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.